εξάκωπος

εξάκωπος
ος , ον шестивёсельный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξάκωπος" в других словарях:

  • εξάκωπος — η, ο (για λέμβους) αυτός που κινείται με έξι κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κώπη «κουπί». Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • εξάκωπος — η, ο που έχει έξι κουπιά, που κινείται με έξι κουπιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»